Η ιστορία ενός δημόσιου χρέους, πέντε χρόνια μετά…

Η Ελλάδα βρίσκεται στην επικαιρότητα εδώ και αρκετά χρόνια. Η οικονομική κρίση και το χρέος έχουν επισκιάσει το γαλανό της πρόσωπο. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, οι Έλληνες δεν είχαν επαρκή ενημέρωση για όσα καλούνταν να πληρώσουν. Το πρώτο αίτημα για ένα λογιστικό έλεγχο στο ελληνικό δημόσιο χρέος προωθήθηκε από μία Πρωτοβουλία Οικονομολόγων-Πανεπιστημιακών ενάντια στο ΔΝΤ το 2011.

Η συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανακοινώθηκε τέσσερα χρόνια μετά, την Τρίτη 17 Μαρτίου 2015, από την Πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, την ευρωβουλευτή Σοφία Σακοράφα και τον οικονομολόγο Ερίκ Τουσέν. Κατά τους δύο πρώτους μήνες εργασιών, η Επιτροπή ασχολήθηκε με την ανασκόπηση του ελληνικού δημόσιου χρέους και πρόσφατα παρουσίασε μία Προκαταρτική Έκθεση, στοιχεία της οποίας χρησιμοποιούνται παρακάτω.

Από την έναρξη της κρίσης, ο δημόσιος λόγος βομβαρδίστηκε με αναλύσεις για τις αιτίες της, θεωρητικούς διαξιφισμούς και ενοχικές αυτοκαθάρσεις. Οι κυβερνώντες δήλωναν ότι τα μέτρα λιτότητας ήταν επιβεβλημένα λόγω του τρόπου ζωής των Ελλήνων, των υπέρογκων δημόσιων δαπανών της χώρας και της φοροαποφυγής. Οι συντάκτες της Προκαταρτικής Έκθεσης παρατηρούν ότι από τη δεκαετία του 1980 ως την έκρηξη της κρίσης, το δημόσιο έλλειμα εδράζεται κυρίως στη συσσώρευση δανείων. Μάλιστα, μεταξύ 1995-2009 «τα δάνεια που συνήφθησαν για να αντισταθμιστούν τα χαμηλά επίπεδα είσπραξης φορολογικών εσόδων φθάνουν τα 88 δις ευρώ». Όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες κατά την ίδια περίοδο, ο μέσος όρος τους «ήταν χαμηλότερος από εκείνον της ευρωζώνης των Έντεκα (Ελλάδα 48% – ΕΑ-11 48,4%)».

Υπάρχει, ωστόσο, ένας τομέας όπου η χώρα ξόδευε περισσότερα: «Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η Ελλάδα διατηρούσε υψηλότερες πρωτογενείς δαπάνες μόνο στον τομέα των αμυντικών δαπανών, όπου διέθετε ποσοστό 3% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο 1,4% στην ευρωζώνη. Εκτιμάται ότι οι υπέρογκες αμυντικές δαπάνες συνέβαλαν στη διόγκωση του χρέους κατά 40 δις ευρώ τουλάχιστον. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών οφείλεται σε συμβάσεις μεγάλης κλίμακας για την προμήθεια εξοπλισμών από εταιρείες που εδρεύουν σε χώρες οι οποίες είναι σήμερα πιστωτές της Ελλάδας».

Παράλληλα, υπήρχαν προβλήματα με τα έσοδα της χώρας. Όπως σημειώνεται «η διαφορά μεταξύ των δημόσιων εσόδων της Ελλάδας και των δεκαοχτώ χωρών της ευρωζώνης οφείλεται στα χαμηλά επίπεδα είσπραξης του φόρου εισοδήματος και στις ελλειμματικές πραγματικές εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στους αναποτελεσματικούς εισπρακτικούς μηχανισμούς που μαστίζονται από διαφθορά, στις περιορισμένες και επιεικείς κυρώσεις για τις περιπτώσεις απάτης, καθώς και στις προβληματικές διαδικασίες είσπραξης των οφειλόμενων φόρων και εισφορών, που έφθαναν τα 29,4 δις ευρώ στα τέλη του 2009». Ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας υπήρξε η μεγάλη έκνομη εκροή κεφαλαίων από τη χώρα, και συγκεκριμένα υπολογίζεται ότι μεταξύ 2003-2009 σημειώθηκε «σωρευτική εκροή 200 δις ευρώ».

Το 2001, η Ελλάδα γίνεται μέλος της νομισματικής ένωσης και οι πολίτες της αρχίζουν να καταναλώνουν περισσότερο. Την ίδια στιγμή, αυξάνεται το έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο1 της χώρας και «Ευρωπαϊκές ιδιωτικές τράπεζες, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας, συνέβαλαν ενεργά στην απότομη αύξηση των ιδιωτικών δανείων στην Ελλάδα, συμμετέχοντας επίσης άμεσα σε ελληνικές τράπεζες, όπως η Γενική και η Εμπορική». To 2009, oι τράπεζες αυτές είχαν έκθεση στην Ελλάδα της τάξης των 140 δις ευρώ «από την οποία το 45% αφορούσε τον δημόσιο τομέα, το 16% τις τράπεζες και το 39% τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα». Παρόλ’ αυτά, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου «διογκώνοντας στατιστικά το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος το 2009, βοήθησε να παρουσιασθούν τα στοιχεία μιας τραπεζικής κρίσης σαν να συνιστούσαν κρίση δημόσιου χρέους».

Φυσικά, το πρόβλημα με τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ελλάδα ξεκινά πριν από την έκρηξη της κρίσης. Η κυβέρνηση Καραμανλή έδωσε το πρώτο πακέτο ενίσχυσης 28 δις ευρώ στις ελληνικές τράπεζες, τον Οκτώβριο του 2008. Στα επόμενα δύο χρόνια, η ελληνική κοινωνία βομβαρδίστηκε από μέτρα λιτότητας, από ειδήσεις για την πιστοληπτική υποβάθμιση της Ελλάδας και οδηγήθηκε υπό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» σε περαιτέρω ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με κρατικά χρήματα. Στις 23 Απριλίου 2010, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα την υποστήριξη των υπόλοιπων μελών της ευρωζώνης καθώς και του ΔΝΤ και η χώρα οδηγήθηκε στην «πρώτη δανειακή σύμβαση ύψους 110 δις ευρώ». Την ίδια στιγμή, «η έκθεση των γαλλικών τραπεζών στην Ελλάδα ανερχόταν σε 60 δις ευρώ, ενώ των γερμανικών στα 35 δις».

Κατά τα έτη 2010-2012, η Έκθεση αποδίδει την αύξηση του ελληνικού χρέους κατά 18,78% στην απροθυμία των πιστωτών να συμφωνήσουν σε «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων ενώ «εξαιτίας της μαζικής πώλησης των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες, το δημόσιο χρέος που ως τότε κατείχε ο ιδιωτικός τομέας μεταφέρθηκε σε άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και στο ΔΝΤ».

Με το δεύτερο πρόγραμμα στις 26 Οκτωβρίου 2011, η Ελλάδα δέχθηκε νέα δάνεια ύψους 130 δις ευρώ, ενώ οι διαφορές που υπήρχαν τώρα στη σύνθεση του χρέους «έθεταν τις βάσεις για μια διαδικασία αναδιάρθρωσής του με τη συμμετοχή των ιδιωτών ομολογιούχων. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ολοκληρώθηκε στις 9 Μαρτίου 2012, με την ανταλλαγή των υπαρχόντων ομολόγων με νέα ομόλογα που είχαν υποστεί κούρεμα. Το συνολικό ποσό του χρέους μειώθηκε κατά 106 δις το Φεβρουάριο του 2012 σε σχέση με το ύψος του πριν από την ανταλλαγή. Η εν λόγω μείωση δεν επηρέασε όμως το χρέος που βάρυνε τη χώρα, καθώς συμφωνήθηκε η χορήγηση νέου δανείου ύψους 130 δις ευρώ, το οποίο συμπεριλάμβανε και ένα αρχικό κονδύλι ύψους 48 δις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών». Αντίθετα, οι ζημίες του PSI για τους δημόσιους οργανισμούς ήταν υπέρογκες και ιδιαίτερα για τα συνταξιοδοτικά ταμεία που υπέστησαν απώλειες «συνολικού ύψους 14,5 δις ευρώ (από τα 21 δις των συνολικών αποθεματικών τους)». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ομάδα δανειστών αρνήθηκε με το PSI να αποζημιώσει την «μικρή ομάδα (ιδιωτών) ομολογιούχων, ενώ ταυτόχρονα πρόσφερε πλήρη αποζημίωση στις ελληνικές τράπεζες, καθώς και δελεαστικές ρήτρες («sweeteners») στις ξένες».

Σύμφωνα με στοιχεία που παρατίθενται στην Έκθεση, αυτή είναι η εικόνα του ελληνικού δημόσιου χρέους κατά την περίοδο της «διάσωσης» (2010-2014):

Έτος   Ελληνικό Δημόσιο Χρέος   Ποσοστό επί του ΑΕΠ
2010       299,69 δις ευρώ                   129,7%
2014       317,94 δις ευρώ                    177,1%
Έτος   Ποσοστό ομολόγων στο σύνολο του χρέους
2011       91,12%
2014       20,69%
Έτος   Ποσοστό δανείων
2009       5,21%
2014       73,06% (τα 68,4% αντιστοιχούν σε δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας)

Σύμφωνα με την Έκθεση, η σύνθεση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας στις 30/04/2015 έφτανε τα 312.678,5 εκατομμύρια ευρώ. Έως τώρα, μονάχα το 10% περίπου έχει χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού. Προς το παρόν, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα για το πόσα χρήματα έχουν φθάσει στη χώρα και πως έχουν χρησιμοποιηθεί, καθώς, η Επιτροπή δεν έχει, ακόμη, πολλά έγγραφα και απαραίτητα στοιχεία στην διάθεσή της.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ανθρωπιστική κρίση. Δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης, η απρόσκοπτη και διαφανής πληροφόρηση των πολιτών θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όλων των δημόσιων φορέων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, Ελληνικών και Ευρωπαϊκών. Δυστυχώς, από την έκρηξη της κρίσης στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, συμβαίνει το αντίθετο. Στην Ελλάδα, μάλιστα, υπάρχουν ακόμη και δημοσιογράφοι που ομολογούν ότι είπαν ψέματα ή απέκρυψαν την αλήθεια από τους πολίτες.

Η αδιαφάνεια, η πίεση και η ρητορική μίσους που έχουν υποστεί οι Έλληνες έχει δυσκολέψει όχι μόνο την κατανόηση του περίπλοκου ζητήματος αλλά, κυρίως, τη σύμπνοια προς μία βιώσιμη λύση. Ακόμη και η σύγκληση της Επιτροπής δεν χαιρετίστηκε και δεν θεωρείται αξιόπιστη από όλους τους Έλληνες. Κόμματα της αντιπολίτευσης που προηγουμένως κυβερνούσαν, την αντιμετωπίζουν ως μία εκκωφαντική εκτροπή, ένα προσωπικό καπρίτσιο της Προέδρου της Βουλής. Αξιωματούχοι της Ευρώπης θεωρούν ότι Νομικοί του ΟΗΕ που συμμετέχουν σε αυτοί χάνουν το χρόνο τους με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα πορίσματά της δεν καλύφθηκαν καν από συγκεκριμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλα προσπάθησαν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από αυτά κατά την παρουσίασή τους.

Ωστόσο, η Έκθεση αυτή περιέχει γεγονότα που ήδη αποτελούν ντροπιαστική παρακαταθήκη μιας Ευρώπης που ψάχνει το αληθινό της πρόσωπο. Σήμερα, οι Έλληνες έχουν παραχωρήσει την κυριαρχία της χώρας τους και έχουν υποθηκεύσει το μέλλον τους. Μόνο με την δουλειά μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση, φωνάζουν πολλοί συμπολίτες μου. Φυσικά, τίποτα δε χτίζεται από μόνο του. Όμως, το χτίσιμο και η αγάπη για την πραγματικότητα που χτίζεις, προϋποθέτει και πίστη στο μέλλον που έρχεται.

1 Εμπορικό ισοζύγιο αγαθών είναι ένας ειδικός λογαριασμός στον οποίο αποτυπώνεται η διαφορά μεταξύ των εξαγωγών εμπορευμάτων μιας χώρας και των αντίστοιχων εισαγωγών της. Αν οι εξαγωγές είναι λιγότερες από τις εισαγωγές έχουμε έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.

Βασιλική Μητσινιώτου

Πηγή: Pressenza

Author: ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΚΑΙ ΒΙΑ

Share This Post On

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.